κανάρι(ον)

κανάρι(ον)
το см. καναρίνι[ον]

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "κανάρι(ον)" в других словарях:

  • καναρί — το 1. γοργός γαλλικός χορός τού 17ου αιώνα 2. (για χρώματα) απόχρωση τού ξανθού χρώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ο χορός είναι μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου < γαλλ. canarie < ισπ. canaria < Canarias islas (Κανάριοι νήσοι). Το χρώμα < καναρίνι ή …   Dictionary of Greek

  • κανάρι — το καναρίνι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κανάριον* με σίγηση τής άτονης τελευταίας συλλαβής (πρβλ. παιδ ίον > παιδ ί)] …   Dictionary of Greek

  • καναρίνι — (Serinous canarius canarius). Στρουθιόμορφο σποροφάγο πτηνό της οικογένειας των σπιζιδών, ιθαγενές των Καναρίων νήσων, των Αζορών και της Μαδέρας. Τα κ. εισήχθησαν στην Ισπανία το 1478, μετά την κατάκτηση των Κανάριων νήσων από τους Ισπανούς, οι… …   Dictionary of Greek

  • canar — CANÁR, canari, s.m. Mică pasăre cântătoare cu pene galbene (Serinus canaria). – Din fr. canari. Trimis de valeriu, 11.02.2003. Sursa: DEX 98  canár s. m., pl. canári Trimis de siveco, 10.08.2004. Sursa: Dicţionar ortografic  méiul canárilor s.… …   Dicționar Român


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»